-
1 ψῆφος
ψῆφος, ἡ, ein Steinchen, bes. ein kleiner abgeriebener, geglätteter, gerundeter Stein, ein Kiesel, ein glattgeriebener Flußkiesel; Pind. ποντία, Ol. 13, 44; auch ein künstlich geglätteter, polirter Stein, 7, 87; dah. Steinchen zu Mosaikarbeiten, Sp., auch Edelstein, δακτυλική, im Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – Dergleichen Steinchen wurden aber bes. gebraucht – a) zum Zählen od. Rechnen; ἐν ψήφῳ λέγειν, anrechnen, Aesch. Ag. 556; στρατοῦ πλῆϑος οὐδ' ἂν ἐν ψήφου λόγῳ ϑέσϑαι δυναίμην Eur. Rhes. 369; Rechenpfennig, Zahlzeichen, Her. 2, 36; vgl. Euen. 16 (IX, 251); D. Sic. 12, 13; αἱ ἐπὶ τῶν ἀβακίων ψῆφοι Pol. 5, 26, 13; οἱ περὶ τὰς ψήφους, der Rechner od. Wechsler, Ath. VII, 305; Alciphr. 1, 26; καϑαραὶ ψῆφοι, reine Rechnung, die aufgeht, Dem. 18, 227. – b) der Stein im Brettspiel; – ψήφων παιδιά, Taschenspielerei, οὐκ ἐν ψήφοις, ἀλλ' ἐν λόγοις Plat. Rep. VI, 487 c. – c) ein Steinchen oder Loos, womit eine Art Wahrsagerei getrieben wurde, ἡ διὰ τῶν ψήφων μαντική, Heyne Apoll. 3, 10, 2. 9 p. 274. – d) am häufigsten bes. bei Att. das Steinchen, dessen man sich zum Abgeben der Stimme bediente, das man in die Stimmurne, ὑδρία warf, Her. 8, 123; dah. auch die Stimme selbst, die man bei Wahlen od. beim Abstimmen über Beschlüsse abgiebt, ψήφου φορά Eur. Suppl. 500; εἰς ψῆφον ἔρχεται πόλεμος, er kommt zur Abstimmung, Entscheidung, 497; ψῆφον φέρειν, seine Stimme abgeben, Aesch. Eum. 645, u. öfter; Eur.; in Prosa, Plat., Andoc. 1, 2, ὑπέρ τινος, Lycurg. 7. 147. 149, περί τινος, 11. 13; ψῆφον ϑέσϑαι, Aesch. Ag. 790 Suppl. 631; οὐδὲ μετ' ἀρσένων ψῆφον ἔϑεντο 634; Lycurg. 13. 128; vgl. Dem. 29, 4; aber bei Her. 8, 123 ist ψῆφον τίϑεσϑαι »sich selbst seine Stitume geben«; διαφέρειν, Aesch. 3, 198; προςϑέσϑαι τινί, zu Jemandes Gunsten stimmen, Dem. 57, 69; διδόναι δήμῳ τὴν ψῆφον, abstimmen lassen, 59, 90; τὴν ψῆφον ἐπάγειν, dasselbe, Thuc. 1, 119. 125; ψῆφος ἐπῆκτο αὐτῷ περὶ φυγῆς, es wird auf Verbannung gegen ihn angetragen, Xen. An. 7, 7,57; ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεϑρία βουλεύσεται Aesch. Spt. 181; ψήφῳ διαιρεῖν τοῦδε πράγματος πέρι Eum. 600; μή μ' ἁπλῇ κτάνῃς ψήφῳ, διπλῇ δέ, τῇ τ' ἐμῇ καὶ σῇ Soph. O. R. 607; Eur., der es sogar für Gerichtshof braucht, vom Areopag, I. T. 915; u. Ar., κατά τινος τὴν ψῆφον ἰχνεύειν Equ. 805, Schol. καταδικάσαι, ψήφῳ δακεῖν Ach. 354, Schol. οἷον καταδικάζειν; Plat. οἷς ἂν πλείστη γένηται ψῆφος, Legg. VI, 759 d; οὐ μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων XII, 948 a; νικᾷ γὰρ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ νόμος VII, 801 a; φανερὰ ψῆφος, offene Abstimmung, Xen. Hell. 2, 4,9; vgl. Thuc. 5, 74; ἄγειν ὑπὸ τὴν ὑμετέραν ψῆφον Dem. 59, 126; ἔρχεσϑαι ὑπὸ τὴν τῶν δικαστηρίων ψῆφον Aesch. 3, 19; ὑποχείρι ον ἔχοντες τῇ ψήφῳ Lycurg. 115, wie ἔχειν ὑπὸ τῇ ψήφῳ 2; – übertr., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν πάντα Pol. 2, 47, 5; – Abstimmung, ἐν μιᾷ ψήφῳ καὶ ἑνὶ ἀγῶνι Is. 6, 4; Stimmrecht, u. der durch Stimmenmehrheit gefaßte Beschluß, bes. einer Volksversammlung; aber auch τυράννων, Soph. Ant. 60, vgl. 628; übh. Urtheil, öffentliche Stimme, σὺ δὲ τίν' ἂν ψῆφον ϑεῖο Plat. Prot. 330 c; ψῆφος φλεγυρὰ βροτῶν Cratin. bei Ath. VIII, 344; – ψῆφοι ἱεραί sind heilige Bücher, Euen. 6 (XII, 172).
-
2 γνῶσις
A seeking to know, inquiry, investigation, esp. judicial,τὰς τῶν δικαστηρίων γ. D.18.224
;τὴν κατὰ τοῦ διαιτητοῦ γ. Id.21.92
, cf. 7.9, Lycurg.141;γ. περὶ τῆς δίκης PHib.1.92.13
(iii B. C.).2 result of investigation, decision, PPetr.3p.118 (iii B. C.).II knowing, knowledge, Heraclit.56; opp. ἀγνωσίη, Hp. Vict.1.23 (dub.); opp. ἄγνοια, Pl.R. 478c;ἡ αἴσθησις γ. τις Arist.GA 731a33
: pl.,Θεὸς γνώσεων κύριος LXX 1 Ki.2.3
.b higher, esoteric knowledge, 1 Ep.Cor.8.7,10, Ep.Eph.3.19, etc.;χαρισάμενος ἡμῖν νοῦν, λόγον, γνῶσιν PMag.Par.2.290
.2 acquaintance with a person, πρός τινα Test. ap.Aeschin.1.50;τῶν Σεβαστῶν IPE1.47.6
([place name] Olbia).2 fame, credit, Hdn.7.5.5, Luc.Herod.3.V = γνῶμα, Hsch. s. h. v. -
3 δημεύω
A seize as public property, esp. of a citizen's goods, confiscate, Th.5.60, And.1.51;πολλὰ δ. διὰ τῶν δικαστηρίων Arist.Pol. 1320a5
: abs., D.8.69,71:—[voice] Pass.,τὰ δημευόμενα Arist.Ath.43.4
; ; later of persons,ἐδημεύθη τὴν οὐσίαν Philostr.VS2.1.2
;δημευθήσεσθαι Hdn.2.14.3
.II generally, make public, δεδήμευται κράτος the power is in the hands of the people, E.Cyc. 119:—[voice] Pass., also, to be published, Pl.Phlb. 14d, 14e.III δεδημευμένα ὀνόματα vulgarized, hackneyed words, Ammon.in Int.66.3. -
4 δια-φυγγάνω
δια-φυγγάνω, = διαφεύγω, nur pr. u. impf.; Thuc. 7, 44; ἐκ τῶν δικαστηρίων Aesch. 3, 10.
-
5 γνωσις
- εως ἥ1) познавание, познание Plat., Arst.2) знание(ἥ αἴσθησις γ. τίς, sc. ἐστιν Arst.)
3) наука(ἥ φθσικέ γ. Arst.)
4) узнаваниеτέν γνῶσίν τινος ἀπιστεῖσθαι Thuc. — не узнавать кого-л.
5) юр. расследование, дознание, следствие6) (личное) знакомство(πρός τινα Aeschin.)
7) отчетливость, ясностьἐναργεστέραν τέν γνῶσιν ἔχειν Plat. — быть более известным, знакомым
8) известность, слава(ἥ ἐς γνῶσιν ὁδός Luc.)
9) распоряжение, указ(αἱ τοῦ ἄρχοντος γνώσεις Luc.)
10) филос. поздн. гносис, гностическая философия -
6 δικαστήριον
δῐκαστ-ήριον, τό,A court of justice,δ. συνάγειν Hdt.6.85
; ;ὑπὸ δ. ὑπαχθείς Hdt.6.72
, cf. 104;εἰς δ. ἄγεσθαι Pl.Phdr. 273b
;ἀναβὰς ἐς τὸ δ. Antipho 6.21
;παραδιδόναι τῷ δ. And.1.17
;ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Is.1.1
;ἐπὶ τοῦ δ. Id.5.29
;πρὸ τῶν δικαστηρίων κληροῦσθαι Isoc.7.54
; in Egypt, office of the governor, PLips.64.24 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαστήριον
-
7 ἐπικληρόω
A assign by lot,τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς D.21.13
;ἐ. ταῖς ἀρχαῖς τὰ δικαστήρια Arist.Ath.59.5
; τὰς διαίτας ib. 53.5;εἰς τὰς φυλὰς τὰ ὀνόματα OGI229.52
(Smyrna, iii B.C.); τινὰἐπὶ φυλὴν καὶ χιλιαστὺν καὶ ἑκατοστὺν καὶ γένος Supp.Epigr.1.352.19
(Samos, iv B.C.); ἐ. τινά c. inf., appoint one to do, Call.Dian.23:— [voice] Pass., to be assigned by lot,τῷ μορίῳ ἑκάστῳ Pl.Lg. 760b
, Inscr.Prien. 37.103; τῶν δικαστηρίων -κεκληρωμένων having been settled by lot, D. 37.39.2. have assigned one by lot,ἔθνος D.C.37.50
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικληρόω
-
8 ἡγεμονία
ἡγεμονία, ἡ (von ἡγεμών abgeleitet; als v. l. findet sich öfter ἡγεμονεία, von ἡγεμονεύω, aber nirgends sicher), das Anführen, die Oberherrschaft, der Oberbefehl; ὑμεῖς οὕτω περιέχεσϑε τῆς ἡγεμονίης Her. 7, 160, öfter, bes. auch von der Königsherrschaft, 1, 7. 7, 2; τοῦ πολέμου 6, 2; ἡγεμονίας οὔσης αὐτοῦ Thuc. 4, 91; πολλὰ ἐν ἡγεμονίᾳ ὑμᾶς εὖ ἐποίησα 7, 15; εἰ στράτευμα ὀρϑῆς ἡγεμονίας τυγχάνοι Plat. Legg. I, 641 a; τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ IV, 711 c; τὰς ἡγεμονίας τῶν στρατοπέδων Euthyd. 273 c; τούτου γὰρ ἡ ἡγεμονία ἦν τῶν ὀπισϑοφυλάκων, er hatte den Oberbefehl über die Nachhut, Xen. An. 4, 7, 8; Folgde; ὅσοι λαμβάνουσιν ἡγεμονίας δικαστηρίων, welche die Verwaltung, Leitung eines Gerichtshofes haben, Aesch. 3, 14, der hinzusetzt οἱ δὲ τῶν ἔργων ἐπιστάται ἡγεμονίᾳ χρῶνται δικαστηρίου; vgl. Harpocr.; – οἱ τὴν ἡγεμονίαν ἔχοντες χιλίαρχοι Plut. Camill. 1. – Bes. wird dadurch der politische Vorrang eines griechischen Staates vor den übrigen bezeichnet, der bes. darin besteht, daß er im Kriege voranzieht u. die Kriegsangelegenheiten leitet, ein Begriff, der mit den Perserkriegen sich ausbildete, Thuc. u. Oratt.; ἀμφισβητήσαντες ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας Pol. 1, 2, 3. – Plut. braucht es neben ἀρχή für imperium u. nennt z. B. das Consulat τὴν μεγίστην ἡγεμονίαν καὶ ἀρχήν, Mar. 36. – Uebertr., τῆς τέχνης ἡγεμονία τίς ἐστιν αὐτῆς – τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι, das ist die Hauptsache ihrer Kunst, Diphil. Ath. VI, 132 d. – Plut. Camill. 23 braucht es auch für eine Abtheilung des Heeres.
-
9 ηγεμονια
ион. ἡγεμονίη ἥ1) предводительство(вание), руководство, управление2) начальствование, командование(ἥ ἡ. τοῦ πολέμου Her., κατὰ πόλεμον и τῶν πολεμικων Arst.; τῶν λοχαγῶν ὀπισθοφυλάκων Xen.; τῶν στρατοπέδων Plat.)
3) правление, царствование(Τιβερίου Καίσαρος NT.)
4) юр. право председательствования(δικαστηρίων Aeschin.)
5) политическое верховенство, первенство, гегемонияἡ ἡ. τῆς Ἑλλάδος Xen., τῶν Ἑλλήνων Polyb. — гегемония (одного греческого государства) над всей Грецией
6) войсковая часть -
10 ἐπιστατέω
Aἐπεστάτηκα Michel164.10
([place name] Delos):— to be an ἐπιστάτης, to be set over, , E.Fr.188.4; ἡ ψυχὴ ἐ. τῷ ;ἐπιστήμη ἐ. τῇ πράξει Id.R. 443e
; τῷ τοῦ νομοθέτου , cf. 405d (but τέχνῃ according to art, Id.Plt. 293b): abs., Durrbach Choix d'inscrr. de Délos 159, PCair.Zen.34.7;εἰ μὴ ἐπιστατοῖ τὸ τάττον Plot.4.4.16
.2. c. gen., to be in charge of, have the care of,τοῦ ἔργου Hdt.7.22
;ἔργων X.Mem.2.8.3
;ζῴων Id.Cyr.1.1.2
; τοῦ εἶναι οἵους δεῖ ib.8.1.16;τῆς παιδείας Pl.R. 600d
; οὐκὀρθῶς ἂν ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Id.Prt. 338b
; ὅλωντῶν πραγμάτων Isoc.4.104
; τῶν λαῶν σκληρῶς ἐ. Mnaseas 32; ἐ.νοσεόντων Hp.Praec.6
.3. stand by, aid, οὐ ψεῦδις μάρτυς ἕργμασιν ἐ. Pi.N.7.49; .4. rarely c. acc., attend, follow, τίς γάρ με μόχθος οὐκ ἐπεστάτει; S.Fr. 150.5. stand in the rear rank, Ascl.Tact.10.15.6. notice, observe, Sch.Pi. O.3.81.II. at Athens and elsewhere, to be ἐπιστάτης or president (in the βουλή and ἐκκλησία), freq. at the head of decrees, ἔδοξεν τῷδήμῳ·.. Νικιάδης ἐπεστάτει Th.4.118
, cf. Ar.Th. 374, Lexap.And.1.96, IG12.10, al., Arist.Ath.44.3; in other cities, SIG279.1 (Zelea, iv B.C.), OGI219.1 (Ilium, iii B.C.), etc.;προέδρων Inscr.Magn.2
, al.: generally, preside over,δικαστηρίων OGI556.13
([place name] Tlos).2. exercise the office ofἐπιστάτης 111.2
, τοῦ Καίσαρος ναοῦ ib.555.2 ([place name] Oenoanda): abs., SIG707.21 (Olbia, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστατέω
-
11 ὄχλος
ὄχλος, ὁ,A crowd, throng, Pi.P.4.85, A.Pers.42 (anap.), etc.; , cf. Heracl.44; ὁ ὄ. τῶν στρατιωτῶν the mass of the soldiers, X.Cyr.6.1.26, cf. Th.6.64, 7.62;μηδένα ὄ. Πελοποννησίων νεῶν Id.2.88
; ὄχλῳ in numbers (for an army), Id.1.80;ὁ μισθοφόρος ὄ. Id.3.109
, cf.4.56; οἱ τοιοῦτοι ὄ. undisciplined masses like these, ib. 126;ὄ. μᾶλλον ἢ στρατός Hdn.6.7.1
; of the camp-followers, X.An.3.4.26, 4.3.26, etc.2 in political sense, populace, mob, opp. δῆμος ( people), Th.7.8, cf. Pl.Plt. 304d;πρὸς ὄχλον ζῶν Id.Ax. 368d
;οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄ. ἰσομοιρίαν X.Cyr.2.2.21
; δικαστηρίων καὶ τῶν ἄλλων ὄ. and popular assemblies (in a contemptuous sense), Pl.Grg. 455a, cf. Euthd. 290a: prov., δι' ὄχλου ἤδη τοῦτό γε this is already in the mouths of the people, D.H.Lys.10, cf. J.BJ2.13.1, 4.9.2.3 generally, mass, multitude,ὄ. τὸν πλεῖστον λόγων A.Pr. 827
;τὸν πλεῖστον ὄ. τῶν πραχθέντων Isoc.12.192
; ἵππων ὄ. E.IA 191 (lyr.);ἄκριτος ἄστρων ὄ. Critias 19.5
D.; : in pl., the masses,καχεξία τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Diph.24.4
, cf. Men.161.1, 466.4;πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄ. Arist.Rh. 1395b28
.II annoyance, trouble, , etc.; ὄχλον παρέχειν to give trouble, Hdt.1.86, cf. E.Med. 337, X.An.3.2.27, Pl.Phd. 84d; δι' ὄχλου εἶναι, γενέσθαι, to be or become troublesome, Ar.Ec. 888, Th.1.73, Pl.Alc.1.103a;μάταιον ὄ. τοὺς λόγους νομίσητε D.18.214
;οἱ δὲ ἀντιλέγοντες ὄ. ἄλλως καὶ βασκανία κατεφαίνετο Id.19.24
. -
12 ἡγεμονία
ἡγεμονία, ἡ, das Anführen, die Oberherrschaft, der Oberbefehl; bes. auch von der Königsherrschaft; τούτου γὰρ ἡ ἡγεμονία ἦν τῶν ὀπισϑοφυλάκων, er hatte den Oberbefehl über die Nachhut; ὅσοι λαμβάνουσιν ἡγεμονίας δικαστηρίων, welche die Verwaltung, Leitung eines Gerichtshofes haben. Bes. wird dadurch der politische Vorrang eines griechischen Staates vor den übrigen bezeichnet, der bes. darin besteht, daß er im Kriege voranzieht u. die Kriegsangelegenheiten leitet, ein Begriff, der mit den Perserkriegen sich ausbildete. Man braucht es neben ἀρχή für imperium u. nennt z. B. das Consulat τὴν μεγίστην ἡγεμονίαν καὶ ἀρχήν. Übertr., τῆς τέχνης ἡγεμονία τίς ἐστιν αὐτῆς τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι, das ist die Hauptsache ihrer Kunst. Abteilung des Heeres -
13 παρα-τρώγω
παρα-τρώγω (s. τρώγω), benagen, benaschen; τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν Ar. Ran. 988, vgl. Pax 415; Hippocr. u. Sp. nur c. gen., τῶν ἑαυτοῠ πλοκάμων παρέτραγεν, Ael. H. A. 1, 27; auch δικῶν τε καὶ δικαστηρίων, Philostr.
-
14 πληρωσις
- εως ἥ1) наполнение, заполнение(π. καὴ κένωσις Plat.)
2) восполнение, дополнениеμῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος Her. — в течение семи месяцев, не хватавших до полных восьми лет
3) (у)комплектование(δικαστηρίων Plat.)
4) насыщение, удовлетворение, утоление(τῆς ἐνδείας Plat.; θυμοῦ Plut.)
ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν Plat. — предаваться наслаждениям;ἐν πληρώσει Arst. — в состоянии полной удовлетворенности5) изобилие(τῶν σιτίων Arst.)
-
15 πλήρωσις
A filling up, filling,πληρώσεσι καὶ κενώσεσι Pl.Phlb. 42c
; esp. with people,κληρώσεις δικαστηρίων καὶ π. Id.Lg. 956e
; π. τῆς νεώς manning the ship, CIG2501 (Cos, i B. C.).2 sensual satisfaction, gratification, esp. of eating and drinking,τὸ πίνειν π. τῆς ἐνδείας Pl.Grg. 496e
; ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς π. ib. 492a; : as expl. of the origin of pleasure, Id.Phlb. 31esq., 35a sq.; of other passions,θυμοῦ π. Plu.Lys.19
; of the higher aspirations, Plot.5.8.4.3 completion of a number, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους.. ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος which remained to complete the eight years, Hdt.3.67; εἰς π. ἐκρηγμάτων ( ἐκχρημ- Pap.) κδ' making a total of 24 sluices, Wilcken Chr.11 A14 (ii B. C.).II [voice] Pass., becoming full,τῆς σελήνης Arist.HA 582b2
, Epicur.Ep.2p.40U.; of women, impregnation, Arist. l.c.; αἱ τῶν σιτίων π. a being filled with food, opp. αἱ ἔνδειαι, Id.Phgn. 810b22: abs., repletion, Hp.VM9, 21, Arist.Rh. 1380b4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλήρωσις
См. также в других словарях:
ακυρωτική δικαιοδοσία — Η εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ή πράξεις των διοικητικών αρχών, που είναι αντίθετες στο σύνταγμα και τους νόμους. Η εξουσία αυτή ανήκει στα ακυρωτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο … Dictionary of Greek
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
εισαγγελέας — και εισαγγελεύς, ο, η (AM εἰσαγγελεύς, ο) νεοελλ. λειτουργός της δικαιοσύνης με κύρια καθήκοντα την άσκηση ποινικής δίωξης, τη διεύθυνση τής προδικασίας, την εκτέλεση τών αποφάσεων τών ποινικών δικαστηρίων, την επιτήρηση τών δικαστηρίων και τών… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek